- λογχόκαρπος
- οβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ψυχανθή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lonchocarpus < lonch(o)- (< λόγχη) + -carpus (πρβλ. -καρπος < καρπός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek